μεταιτιος

μεταιτιος
    μεταίτιος
    μετ-αίτιος
    2 и 3
    1) участвующий (участвовавший) в чем-л., (со)причастный
    

(μ. φόνου Her.; τούτων οὐ μ. πέλῃ, ἀλλὰ παναίτιος Aesch.)

    μ. τινι θανεῖν Soph. — виновный в чьей-л. смерти

    2) содействующий, помогающий
    

(οἱ ἐμοὴ μεταίτιοι νόστου Aesch.)

    τῆσδ΄ ἐστὲ βουλῆς μεταίτιαι Aesch. — помогите мне здесь вашим советом


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "μεταιτιος" в других словарях:

  • μεταίτιος — being the joint cause of masc nom sg μεταίτιος being the joint cause of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταίτιος — μεταίτιος, ον, θηλ. και ία (Α) συναίτιος, συνυπεύθυνος, συνένοχος («τοὺς... μεταιτίους τοῡ φόνου», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + αἴτιος (πρβλ. φιλ αίτιος)] …   Dictionary of Greek

  • μεταίτιον — μεταίτιος being the joint cause of masc acc sg μεταίτιος being the joint cause of neut nom/voc/acc sg μεταίτιος being the joint cause of masc/fem acc sg μεταίτιος being the joint cause of neut nom/voc/acc sg μεταιτέω demand one s share of imperf… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταιτίου — μεταίτιος being the joint cause of masc/neut gen sg μεταίτιος being the joint cause of masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταιτίους — μεταίτιος being the joint cause of masc acc pl μεταίτιος being the joint cause of masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταίτια — μεταίτιος being the joint cause of neut nom/voc/acc pl μεταίτιος being the joint cause of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταίτιοι — μεταίτιος being the joint cause of masc nom/voc pl μεταίτιος being the joint cause of masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταίτιαι — μεταίτιος being the joint cause of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αίτιος — ια, ιο (AM αἴτιος, ία, ιον και σπάνια ιος, ιον) 1. (στα νεοελλ. ως ουσ.) ο αίτιος, αυτός εξαιτίας τού οποίου συμβαίνει κάτι, υπαίτιος, υπεύθυνος 2. το ουδ. ως ουσ. το αίτιο* (μσν. αρχ.) 1. (και ως ουσ.) ένοχος κολάσιμης πράξης, υπόδικος,… …   Dictionary of Greek

  • συμμεταίτιος — ον, Α συνένοχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μεταίτιος «συναίτιος, συνένοχος»] …   Dictionary of Greek

  • μεταιτίᾳ — μεταιτίᾱͅ , μεταίτιος being the joint cause of fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»